ποτ-πουρί

ποτ-πουρί
το, Ν
1. μουσ. α) σειρά από μελωδίες παρμένες από όπερες ή οπερέτες συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αυθαίρετο
β) σειρά από κουπλέ ή ρεφραίν παρμένα από διαφορετικά τραγούδια
2. μτφ. συνονθύλευμα, σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pot-pourri «φαγητό με διάφορα είδη κρέατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”